Μπήκα σ’ ένα υπόστεγο, για να προστατευθώ για λίγο από τούτο το ξέσπασμα του καιρού… στριμώχτηκαν μαζί μου κι άλλοι. Μόλις χαλάρωσε ο καιρός, οι περισσότεροι όρμησαν στο διπλανό κτίριο, που φαίνεται πως ήταν εκκλησία… Μπήκα κι εγώ σαν κλέφτης. Λες να με είδε κανείς; Όχι τίποτε άλλο, θα πλήγωνα τη γιαγιά – θ’ άρχιζαν οι ανακρίσεις, τα πώς και τα γιατί.
…Καινούργια φωτιά μπήκε στα στήθια μου. Αυτά που έλεγε ο ιερέας τα έλεγε η γιαγιά μου χρόνια, μα με άλλο νόημα… Μήπως όμως ήταν με το ίδιο κι εμείς δε θέλαμε να το δούμε αλλιώς; Μα μήπως η γιαγιά;… Αποκλείεται! Η γιαγιά είναι στέλεχος στο κόμμα, είναι αυθεντία που τη σέβονται όλοι, δεν είναι ξεροκέφαλη γυναικούλα της εκκλησίας. Μα πάλι… αν η γιαγιά… όχι, όχι, θα της είχαν ξηλώσει όλα τ’ αξιώματα και θα την είχαν στείλει στη Σιβηρία…
Φεύγοντας από την εκκλησία, οι άλλοι έκαναν μια βαθειά υπόκλιση με μεγάλο σταυρό. Μα εγώ… εγώ πώς να αποχωρήσω; Χωρίς υπόκλιση, χωρίς σταυρό;… Θα γινόμουν στόχος… Καλύτερα να μείνω τελευταίος…
Μα δεν πρόλαβα…
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
Πρώτη τη τάξει
Θύμα… συμφωνίας
Ανάμεσα σε δυο σοπράνο
Ούτε τ όνομά μου
«Εις ώτα μη ακουόντων»
Από τα Ουράλια στα ουράνια
Αντί επιλόγου – Ένα σπυρί λιβάνι από τον π. Γεώργιο Αντωνίου
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχουν αξιολογήσεις ακόμη.